αυτόνομο νευρικό σύστημα

αυτόνομο νευρικό σύστημα
Τμήμα του νευρικού συστήματος που ρυθμίζει όσες λειτουργίες του οργανισμού δεν υπόκεινται στη βούληση, δηλαδή τις αυτόνομες ή αυτόματες λειτουργίες. Ονομάζεται και φυτικό ή σπλαχνικό, οι δε αυτόνομες λειτουργίες λέγονται και φυτικές ή σπλαχνικές. Το α.ν.σ. είναι κινητικό και ρυθμίζει την κινητικότητα όλων των σπλάχνων, την έκκριση των αδένων και τέλος τον τόνο των αγγείων και των λείων μυϊκών ινών ορισμένων άλλων αυτόνομων οργάνων, όπως των μυών του ματιού. Το α.ν.σ. διαιρείται ανατομικά και φυσιολογικά στο συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό. Τα δύο αυτά σκέλη ασκούν βασικά αντίθετες επιδράσεις στα αυτόνομα όργανα. Ο φυσιολογικός αυτός ανταγωνισμός έχει συνέπεια τη διατήρηση σε φυσιολογικές συνθήκες μιας λειτουργικής ισορροπίας στα αυτόνομα όργανα που είναι γνωστή ως νευροφυτική ισορροπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νευροφυτικό σύστημα — Σχηματίζεται από δύο βασικά συστήματα: το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό· έργο του είναι να ρυθμίζει τη δραστηριότητα των ζωικών λειτουργιών του οργανισμού. Από πολλούς επιστήμονες θεωρείται αυτόνομο νευρικό σύστημα, γιατί στην άσκηση της… …   Dictionary of Greek

  • φυτικός — ή, ό / φυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φυτόν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυτά (α. «φυτικό βασίλειο» το σύνολο τών φυτών β. «φυτικό κύτταρο» γ. «τοῦ ἀλόγου δὲ τὸ μὲν ἔοικε κοινῷ καὶ φυτικῷ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. φυσιολ. (για ανατ. σχηματισμό,… …   Dictionary of Greek

  • ασυνείδητος — η, ο (AM ἀσυνείδητος, ον) το ουδ. ως ουσ. ασυνείδητο, το (AM ἀσυνείδητον) η έλλειψη συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει κανείς τι κάνει νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες,… …   Dictionary of Greek

  • νευροφυτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το φυτικό ή αυτόνομο νευρικό σύστημα, το οποίο αποτελείται από το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό 2. φρ. «νευροφυτικές διαταραχές» διαταραχές που αφορούν τη δυστονία τού αυτόνομου νευρικού συστήματος …   Dictionary of Greek

  • σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”